- ταρίχευση
- Επεξεργασία που σκοπό έχει να εμποδίσει την αποσύνθεση των πτωμάτων. Πολύ διαδεδομένη κατά την αρχαιότητα στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, συνδέεται συνήθως με την πίστη στην αθανασία της ψυχής· ανταποκρίνεται πράγματι στην αντίληψη, ότι η ψυχή συνδέεται στενά με τα φυσικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου· θα μπορέσει να εξακολουθήσει να ζει στο βασίλειο των νεκρών μόνο αν παραμείνουν αμετάβλητα τα χαρακτηριστικά, που είχε αποκτήσει, όταν ενσαρκώθηκε, εφόσον η διάλυση του σώματος συνεπάγεται αναγκαστικά και τη διάλυση της ψυχής. Στην Αίγυπτο επιτρεπόταν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Η τ. –κατά τον Ηρόδοτο– μπορούσε να είναι διαφόρων τύπων, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες της οικογένειας του νεκρού· η μούμια, δηλαδή το πτώμα το οποίο, μετά την αφαίρεση των εντοσθίων και του μυαλού, αφού γεμιζόταν με αρωματικές ουσίες ξεραινόταν και τυλιγόταν σφιχτά με ταινίες βουτηγμένες σε ρετσίνι και συχνά με πρόσωπο σκεπασμένο από μια μάσκα που είχε τα χαρακτηριστικά του, γινόταν μόνο για τους φαραώ και τους μεγάλους αξιωματούχους της αυλής. Για τους κοινούς ανθρώπους, το πτώμα απλώς ξεραινόταν, ποτιζόταν με συντηρητικές ουσίες και έπειτα τυλιγόταν σε ένα σουδάριο. Σε άλλους λαούς, όπως στους Ασσύριους, στους Βαβυλώνιους, στους Πέρσες, η τ. ήταν σε χρήση μόνο για τους ανώτερους αξιωματούχους. Μετά την επικράτηση του χριστιανισμού και έως την εποχή μας, η τ. υιοθετήθηκε μόνο για τους ποντίφικες και τους βασιλιάδες. Πολλοί μελετητές υποστηρίζουν, ότι οι Φοίνικες γνώρισαν την τ. μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου και τη διέδωσαν στις αποικίες τους· σύμφωνα με άλλους, η τ. επινοήθηκε ξεχωριστά από διάφορους λαούς, κινούμενους από ανάλογα ψυχολογικά κίνητρα. Στους προκολομβιανούς λαούς της Αμερικής βρέθηκαν μούμιες τυλιγμένες σε ψάθες ή τοποθετημένες σε πήλινα αγγεία στη στάση που έχει το ανθρώπινο έμβρυο πριν γεννηθεί. Στους Ινδιάνους της Νότιας Αμερικής, στην Ινδονησία, στην Αυστραλία, στα νησιά του Ατλαντικού και του Ειρηνικού, η τ. γινόταν με διάφορες μεθόδους: αφαίρεση των εντοσθίων, αποξήρανση του πτώματος και εμβάπτιση σε ασβεστούχα διαλύματα, που απέθεταν γρήγορα το ασβέστιο γύρω από το πτώμα και το απολίθωναν.
Ζωολογία. Όταν η τ. γίνεται για επιστημονικούς και διδακτικούς σκοπούς αποβλέπει στη συντήρηση της εξωτερικής μορφής των ζώων, ώστε να μοιάζουν ζωντανά. Κατά κανόνα η μέθοδος είναι η εξής: γδέρνεται το ζώο και αλείφεται το εσωτερικό του δέρματος με συντηρητικές ουσίες· κατόπιν το δέρμα γεμίζεται με άχυρα ή βαμβάκι ώστε να πάρει το σχήμα και τη στάση που θέλουμε, καμιά φορά και με τη χρησιμοποίηση μεταλλικών υποστηριγμάτων. Τα μάτια είναι γυάλινα.
Ιατρική. Σήμερα η τ. χρησιμοποιείται κυρίως για διδακτικούς ή επιστημονικούς σκοπούς, για τη διατήρηση ανατομικών τεμαχίων, οργάνων ή ολόκληρων οργανισμών. Ανάλογα με τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονταν από τους αρχαίους Αιγυπτίους, για ταρίχευση μιλάμε όταν τα ανατομικά τεμάχια αποξηραίνονται σε άσηπτο περιβάλλον και στη συνέχεια βερνικώνονται για vα απομονωθούν από την επαφή του αέρα. Συνηθέστερα η συντήρηση κατορθώνεται με την εισαγωγή στις κοιλότητες και στα αγγεία του πτώματος υγρών ποικίλης σύνθεσης, ανάλογα με τον σκοπό. Για προσωρινές συντηρήσεις χρησιμοποιούνται διαλύματα αντισηπτικών και μονιμοποιητικών ουσιών. Μόνιμες τ. ανατομικών τεμαχίων μικρών διαστάσεων επιτυγχάνονται με εμβύθιση των ιστών σε ρευστή υγρή παραφίνη, αφού προηγουμένως μονιμοποιήθηκαν και αφυδατώθηκε η ηλεκτρολυτική μεταλλοποίηση των επιφανειών τού προς συντήρηση υλικού δίνει επίσης ικανοποιητικά αποτελέσματα. Στην απολίθωση, άλλο τύπο μόνιμης τ., γίνεται αντικατάσταση των οργανικών υγρών με μεταλλικά άλατα έτσι που οι ιστοί να γίνουν σκληροί και ανθεκτικοί. Η τελευταία αυτή τεχνική έκανε πασίγνωστους μερικούς παρασκευαστές, όπως ο Τζερόλαμο Σεγκάτο (1792-1836) και ο Γκορίνι (1813-1881). Στα τελευταία χρόνια για τη διατήρηση ανατομικών παρασκευασμάτων χρησιμοποιούνται διαφανείς συνθετικές ρητίνες (ακρυλικές ρητίνες).
Ταριχευτής ζώων στο εργαστήριο του: η εργασία αρχίζει με τη χημική επεξεργασία του δέρματος, η οποία εξασφαλίζει τη συντήρηση, και την «ανάπλαση» της μορφής και της στάσης του ζώου, η οποία γίνεται με παραγέμισμα.
Ταρίχευση στην αρχαία Αίγυπτο σε τοιχογραφία από νεκρόπολη στο Λούξορ.
* * *η / ταρίχευσις, -εύσεως, ΝΜΑ [ταριχεύω]1. η επεξεργασία τού νεκρού σώματος με σκοπό την αποστείρωσή του ή την προστασία του από την αποσύνθεση2. μέθοδος συντήρησης τών τροφίμων κυρίως με τη χρήση αλατιού, και σπανίως με κάπνισμα ή με ξήρανση στον αέρα3. τεχνική τής δημιουργίας αληθοφανών αναπαραστάσεων τού σώματος τών ζώων, κυρίως πουλιών και θηλαστικών, με τη χρησιμοποίηση τού επεξεργασμένου δέρματός τους, καθώς και διαφόρων στηρικτικών δομών, αλλ. βαλσάμωμαμσν.μτφ. παράταση για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Dictionary of Greek. 2013.